- λάβωμα
- το, -ατοςκαι λαβωματιά, η τραυματισμός με όπλο, πληγή: Το λάβωμα δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τη μάχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λάβωμα — το (Μ λάβωμα και λάβωμαν) [λαβώνω] τραυματισμός, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο … Dictionary of Greek
λαβωμά — η βλ. λαβωματιά … Dictionary of Greek
λαβωματιά — και λαβωμά, η (Μ λαβωματιά και λαβωματέα και λαβωματέ) [λάβωμα] 1. λάβωμα, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο, αλλά και κάθε τραύμα που προέρχεται από τυχαία πρόσκρουση ή άλλη αιτία 2. μτφ. ψυχικό τραύμα, ψυχικός πόνος («τού έρωτα ή τού πόθου τις… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
τραυματισμός — ο 1. πλήγωμα, λάβωμα (κυριολ. και μτφ.): Τραυματισμός στη μάχη. – Ψυχικός τραυματισμός. 2. κάθε κάκωση του σώματος από εξωτερική βία: Είναι μονόφθαλμος από τραυματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώση — η τραυματισμός, πλήγωμα, λάβωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)